κατόπτευση

κατόπτευση
η (ΑΜ κατόπτευσις) [κατοπτεύω]
η προσεκτική παρατήρηση, η επιτήρηση συνήθως από υψηλότερο σημείο
νεοελλ.
στρ. το σύνολο ενεργειών που κάνει στρατού για την αναγνώριση τών θέσεων τού εχθρού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατόπτευση — η παρατήρηση, αναγνώριση της θέσης του εχθρού: Έστειλε μια διμοιρία για κατόπτευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατοπτεύσῃ — κατοπτεύσηι , κατόπτευσις observation fem dat sg (epic) κατοπτάω roast pres part act fem dat sg (epic ionic) κατοπτεύω spy out aor subj mid 2nd sg κατοπτεύω spy out aor subj act 3rd sg κατοπτεύω spy out fut ind mid 2nd sg κατοπτεύω spy out aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατοπτευτήριος — α, ο (Α κατοπτευτήριος, ον) [κατοπτεύω] 1. ο κατάλληλος για κατόπτευση 2. το ουδ. ως ουσ. το κατοπτευτήριο(ν) η σκοπιά, το παρατηρητήριο, το μέρος από το οποίο γίνεται η κατόπτευση …   Dictionary of Greek

  • έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… …   Dictionary of Greek

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • διαύγιον — διαύγιον, το (Α) 1. υποκορ. τού διαύγεια, μικρή τρύπα, φεγγίτης 2. (ειδ.) τρύπα σε οχύρωμα κατάλληλη για κατόπτευση (Πρόκλ., Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων) …   Dictionary of Greek

  • κατοπτευτικός — ή, ο ο κατάλληλος για κατόπτευση, ο ικανός για παρατήρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατοπτεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • παρατήρηση — η / παρατήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρατηρώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ 2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων») 3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα… …   Dictionary of Greek

  • παρατηρητήριο — Ειδική θέση από την οποία παρακολουθούνται οι κινήσεις και οι δραστηριότητες του εχθρού. Π. χρησιμοποιούνται σε όλες τις μορφές της μάχης και η τοποθεσία του ορίζεται από τον διοικητή. Όταν η επίθεση βρίσκεται σε εξέλιξη, το π. μπορεί να είναι… …   Dictionary of Greek

  • περιοδεία — και, εσφ. τ., περιοδία, η, ΝΜΑ [περιοδεύω] η μετακίνηση από τόπο σε τόπο για ορισμένο σκοπό (α. «προεκλογική περιοδεία» β. «περιοδεία για επιθεώρηση μονάδων») νεοελλ. φρ. «καλλιτεχνική περιοδεία» μετάβαση καλλιτέχνη, ομάδας καλλιτεχνών, θιάσων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”